ποροσκοπία

ποροσκοπία
η, Ν
(ιατρ.-νομ.) μέθοδος προσδιορισμβύ τής ταυτότητας με τη μελέτη τών αποτυπωμάτων τών πόρων τών ιδρωτοποιών αδένων σε περίπτωση ατελών και μικρής έκτασης δακτυλικών αποτυπωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. poroscopy (< πόρος + -σκοπία < -σκόπος < σκέπτομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποροσκοπικός — ή, ό, Ν [ποροσκοπία] αυτός που έχει σχέση με την ποροσκοπία («ποροσκοπικά ευρήματα») …   Dictionary of Greek

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”