- ποροσκοπία
- η, Ν(ιατρ.-νομ.) μέθοδος προσδιορισμβύ τής ταυτότητας με τη μελέτη τών αποτυπωμάτων τών πόρων τών ιδρωτοποιών αδένων σε περίπτωση ατελών και μικρής έκτασης δακτυλικών αποτυπωμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. poroscopy (< πόρος + -σκοπία < -σκόπος < σκέπτομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.